- ένθειος
- ος , ον серный, содержащий серу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ένθειος — (I) ο [θείο(ν)] 1. αυτός που περιέχει θείο 2. χημ. «ένθειοι ενώσεις» παλαιότερη ονομασία τών θειούχων χημικών ενώσεων σήμερα ονομάζονται έτσι οι χημικές ενώσεις που ένα ή περισσότερα άτομα τού μορίου τους αντικαταστάθηκαν από ισοδύναμο αριθμό… … Dictionary of Greek